-
1 μετακινεω
1) перемещать, передвигать2) сдвигать с места, оттеснять(τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.)
3) (из)менять, переделывать(τέν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητέ εἴη ἥ ὁμολογία Thuc.)
1 μετακινεω
(τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.)
(τέν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητέ εἴη ἥ ὁμολογία Thuc.)